Η όραση εμφανίζεται συνήθως μόνο στον έναν οφθαλμό ελαφρά μειωμένη. Ταυτόχρονα πολλοί ασθενείς αντιλαμβάνονται τα είδωλα παραμορφωμένα (μεταμορφοψία) ή μικρότερα σε μέγεθος (μικροψία). Κάποιοι αντιλαμβάνονται διαταραχή στην αντίληψη των χρωμάτων.
Ως προδιαθεσικοί παράγοντες αναφέρονται στη βιβλιογραφία τα υψηλά επίπεδα ενδογενούς κορτιζόλης, η λήψη στεροειδών (ακόμα κι ως εισπνεόμενα), το άγχος (προσωπικότητα τύπου ¨Α¨)
Η διάγνωση τίθεται μέσω της κλινικής εξέτασης (βυθοσκόπηση) και της εξέτασης OCT.
Στο 80% των περιπτώσεων η όραση επιστρέφει στα πρότερα επίπεδα με την πάροδο το αργότερο ενός εξαμήνου. Στην περίπτωση που η πάθηση εξακολουθεί να υφίσταται πέραν αυτού του χρονικού ορίου πρόκειται πλέον για χρόνια μορφή. Ακόμα όμως και στην οξεία μορφή 50% περίπου των ασθενών υποτροπιάζουν τον πρώτο χρόνο.
Η θεραπεία συνίσταται στη διακοπή λήψης στεροειδών όταν αυτό είναι εφικτό και στη μείωση του stress. Σε χρόνιες, ανθεκτικές μορφές με έντονη ελάττωση της όρασης εξετάζονται θεραπείες όπως η φωτοδυναμική θεραπεία (PDT) με laser, η ενδοϋαλοειδική χορήγηση αντιαγγειογενετικών παραγόντων (anti–VEGF) κ.α.