Η ξηροφθαλμία είναι μια συχνή πάθηση και μπορεί να δώσει μια αίσθηση φαγούρας, καύσου, άμμου, μια διαλείπουσα θόλωση της όρασης ή ακόμη και διπλωπία.
Το ξηρό κλίμα, η χαμηλή υγρασία , η σκόνη, η βρωμιά, η μάσκαρα και η ρύπανση μπορούν να προκαλέσουν το σύνδρομο ξηροφθαλμίας. Οι γυναίκες που έχουν περάσει την εμμηνόπαυση τείνουν να έχουν μειωμένη έκκριση δακρύων. Επίσης, ορισμένα φάρμακα (π.χ. υποκατάστατα ορμονών, αντικαταθλιπτικά) μπορούν να προκαλέσουν επίσης ξηρότητα στα μάτια.
Οι άνθρωποι των οποίων τα μάτια δεν κλείνουν εντελώς όταν βλεφαρίζουν, ή που βλεφαρίζουν σπάνια (για παράδειγμα, οι ασθενείς με νόσο του Parkinson), είναι πιο επιρρεπείς σε σύνδρομο ξηροφθαλμίας. Οι άνθρωποι που διαβάζουν πολύ ή εργάζονται στον υπολογιστή πολύ είναι επίσης πιο επιρρεπείς σε σύνδρομο ξηροφθαλμίας, γιατί όταν διαβάζουμε ή συγκεντρωνόμαστε, βλεφαρίζουμε λιγότερο συχνά.
Το δακρυϊκό φιλμ αποτελείται από τρία στρώματα και τα δάκρυα παράγονται κατά κύριο λόγο από το δακρυϊκό αδένα. Το λιπιδικό στρώμα του δακρυικού φιλμ παράγεται από τους μεϊβομιανούς αδένες και είναι υπεύθυνο για τη σταθερότητα του δακρυϊκού φιλμ. Κάθε πρόβλημα που κάνει το δακρυϊκό φιλμ ανώμαλο ή ασταθές, μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα με την εστίαση και αίσθημα ξηροφθαλμίας.
Υπάρχουν πολλές διαφορετικές θεραπείες για τη ξηροφθαλμία. Ανάλογα με την αιτία της ξηροφθαλμίας γίνεται στοχευμένη αντιμετώπιση. Για πολλούς ασθενείς το μόνο που χρειάζεται είναι η χρήση τεχνητών δακρύων. Κάποιοι μπορεί να χρειαστούν ακόμη και χειρουργική επέμβαση π.χ. για να διορθώσουν ένα βλέφαρο που δεν κλείνει σωστά. Σε άλλους με μειωμένη παραγωγή δακρύων μπορεί να φανεί χρήσιμη η προσωρινή φραγή του δακρυικού πόρου. Αν η ξηροφθαλμία είναι μέρος της φλεγμονής των βλεφάρων και κατά συνέπεια της αστάθειας του δακρυϊκού φιλμ θα πρέπει να χορηγηθούν ειδικές σταγόνες και να αντιμετωπισθεί η βλεφαρίτιδα.