Ο παραπάνω όρος περιγράφει την αδυναμία φυσιολογικής αντίληψης των χρωμάτων. Οι περισσότερες μορφές δυσχρωματοψίας είναι συγγενείς και σπανιότερα επίκτητες. Στην περίπτωση της πολύ σπανιότερης αχρωματοψίας γίνονται αντιληπτά μόνο το άσπρο, το μαύρο και το γκρίζο χρώμα. Από δυσχρωματοψία πάσχει περίπου το 6-8% του φυσιολογικού ανδρικού και 0,4% του φυσιολογικού γυναικείου πληθυσμού.
Φυσιολογική αντίληψη χρωμάτων Δυσχρωματοψία
Συχνότερη είναι η δυσκολία αντίληψης του πράσινου χρώματος (50%), ακολουθούμενη από την πλήρη αδυναμία αντίληψης του πράσινου (25%), την πλήρη αδυναμία αντίληψης του κόκκινου (15%) και τέλος τη δυσκολία αντίληψης του κόκκινου (10%).
Η δυσχρωματοψία δεν προκαλεί κάποιου άλλου είδους συμπτώματα και εμφανίζεται σχεδόν πάντα σε κατά τα άλλα υγιή μάτια.
Η κύρια αιτία επίκτητης (μη συγγενούς) δυσχρωματοψίας είναι η λήψη φαρμάκων.
Θεραπεία της συγγενούς δυσχρωματοψίας δεν υπάρχει. Σε περίπτωση επίκτητης μορφής επέρχεται μερική αποκατάσταση εάν διαγνωσθεί έγκαιρα και γίνει διακοπή του φαρμάκου που την προκάλεσε.
Η διάγνωση της δυσχρωματοψίας γίνεται μεταξύ άλλων με τους πίνακες του Ishihara.